- φερετζές
- ο, Ν1. (στους Τούρκους και γενικά στους μουσουλμάνους) γυναικείο εξωτερικό ένδυμα στο πάνω μέρος τού οποίου εφαρμόζεται η καλύπτρα τού προσώπου2. η ίδια η καλύπτρα τού προσώπου3. παροιμ. «όλα τά 'χει η Ζαφειρίτσα [ή η Μαριορή], ο φερετζές τής λείπει» — λέγεται για εκείνους που, ενώ στερούνται τα κύρια και απαραίτητα, επικεντρώνουν την προσοχή τους σε επουσιώδη και περιττά πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ferace, πιθ. < φορεσία /φορεσιά].
Dictionary of Greek. 2013.